Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρικτός — και συριστός και σουριχτός, ή, ό, Ν [συρίζω (Ι)] αυτός που παράγεται με συριγμό, σφυριχτός. επίρρ... συρικτά και συριστά και σουριχτά Ν με συρικτό τρόπο, σφυριχτά … Dictionary of Greek
συριστός — ή, ό, Ν συρικτός … Dictionary of Greek